Ληναϊκός: Difference between revisions
From LSJ
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ληναϊκός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὰ Λήναια, Ἀνθ. Π. Παράρτ. 68, Πλούτ. 2. 839D· [[θέατρον]] Λ. | |lstext='''Ληναϊκός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὰ Λήναια, Ἀνθ. Π. Παράρτ. 68, Πλούτ. 2. 839D· [[θέατρον]] Λ. Πολυδ. Δ΄, 121. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 20:15, 7 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A of or belonging to the Λήναια, ἀγῶνες Posidipp. ap. Ath.7.414e; διδασκαλίαι Plu.2.839d; θέατρον Λ. Poll.4.121.
Greek (Liddell-Scott)
Ληναϊκός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὰ Λήναια, Ἀνθ. Π. Παράρτ. 68, Πλούτ. 2. 839D· θέατρον Λ. Πολυδ. Δ΄, 121.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les fêtes du pressoir.
Étymologie: Λήναια.
Greek Monotonic
Ληναϊκός: -ή, -όν, αυτός που προέρχεται ή ανήκει στα Λήναια, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
Ληναϊκός: относящийся к Ленеям, разыгрываемый в праздник виноделия Plut., Anth.