βαθύκομος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰθύκομος''': -ον, ὁ ἔχων πυκνὴν κόμην ἢ φύλλα πυκνά, ὄρεα βαθ., κεκαλλυμένα ὑπὸ πυκνῶν δασῶν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 557· ― [[ὡσαύτως]] -[[κόμης]], ου, [[Πολυδ]]. 2. 24.
|lstext='''βᾰθύκομος''': -ον, ὁ ἔχων πυκνὴν κόμην ἢ φύλλα πυκνά, ὄρεα βαθ., κεκαλλυμένα ὑπὸ πυκνῶν δασῶν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 557· ― [[ὡσαύτως]] -[[κόμης]], ου, Πολυδ. 2. 24.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 20:15, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰθῠκομος Medium diacritics: βαθύκομος Low diacritics: βαθύκομος Capitals: ΒΑΘΥΚΟΜΟΣ
Transliteration A: bathýkomos Transliteration B: bathykomos Transliteration C: vathykomos Beta Code: baqu/komos

English (LSJ)

ον,

   A with thick leaves, ὄρεα β. covered with thick forests, Ar.Fr.698 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθύκομος: -ον, ὁ ἔχων πυκνὴν κόμην ἢ φύλλα πυκνά, ὄρεα βαθ., κεκαλλυμένα ὑπὸ πυκνῶν δασῶν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 557· ― ὡσαύτως -κόμης, ου, Πολυδ. 2. 24.

Spanish (DGE)

(βᾰθύκομος) -ον

• Prosodia: [-ῠ-]
de follaje como cabellera densa y larga ὄρεα Ar.Fr.718.

Greek Monolingual

βαθύκομος, -ον (Α)
(για βουνά) εκείνος που έχει πυκνά δάση.

Russian (Dvoretsky)

βαθύκομος: густо поросший (ὄρεα Arph.).