αἰσχρολόγος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰσχρολόγος''': -ον, ὁ αἰσχρὰ λέγων, καὶ ἐπίρρ. -γως, | |lstext='''αἰσχρολόγος''': -ον, ὁ αἰσχρὰ λέγων, καὶ ἐπίρρ. -γως, Πολυδ. 6. 123., 8. 30. 81. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 20:15, 7 July 2020
English (LSJ)
ον,
A foul-mouthed, and Adv. -γως, Poll.6.123, 8.80,81.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχρολόγος: -ον, ὁ αἰσχρὰ λέγων, καὶ ἐπίρρ. -γως, Πολυδ. 6. 123., 8. 30. 81.
Spanish (DGE)
-ον
1 de lenguaje obsceno, mal hablado Poll.6.123, 8.80, Didache 3.3, Basil.M.29.476A.
2 adv. -ως diciendo cosas obscenas Poll.8.81.
Greek Monolingual
ο (Α αἰσχρολόγος)
αυτός που λέει αισχρά λόγια, που εκστομίζει αισχρολογίες, βωμολόχος, χυδαιολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αισχρός + λόγος < λέγω.
ΠΑΡ. αισχρολογία, αισχρολογώ
νεοελλ.
αισχρολογικός].