διακρύπτω: Difference between revisions
From LSJ
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
(1b) |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διακρύπτω''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ [[κρύπτω]], | |lstext='''διακρύπτω''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ [[κρύπτω]], Πολυδ. Ζ’, 209, Διογ. Λ. 4.16. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 20:20, 7 July 2020
English (LSJ)
strengthd. for κρύπτω, D.L.4.16:—Med., Poll.6.209.
German (Pape)
[Seite 585] = κρύπτω, Poll. 6. 209.
Greek (Liddell-Scott)
διακρύπτω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ κρύπτω, Πολυδ. Ζ’, 209, Διογ. Λ. 4.16.
Spanish (DGE)
1 ocultar ἐν τοῖς στενωποῖς διέκρυπτεν ocultaba (dinero) en las callejuelas D.L.4.16, τί διακρύπτεις τὴν τόλμαν; Chrys.M.54.610
•enterrar (καλεῖν) καταχθόνιον δὲ τὸ διακεκρυμμένον ἤδη τοῦ σώματος Gr.Nyss.M.46.72A.
2 en v.med. ocultarse c. ac. ὡς λάθρᾳ καὶ διακρυψάμενοι τούτους ἐπράττομεν ταῦτα que furtivamente y ocultándonos de ellos hicimos estas cosas D.41.17, cf. Poll.6.209.
Russian (Dvoretsky)
διακρύπτω: тщательно скрывать, глубоко прятать (τι ἔν τινι Diog. L.).