βαναυσουργός: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βαναυσουργός''': -οῦ, ὁ, ὁ μετερχόμενος βάναυσον τέχνην, Ἰουσ ῖν Μ. Ἀπολ. 1. 55, [[Πολυδ]]. 7. 6.
|lstext='''βαναυσουργός''': -οῦ, ὁ, ὁ μετερχόμενος βάναυσον τέχνην, Ἰουσ ῖν Μ. Ἀπολ. 1. 55, Πολυδ. 7. 6.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 20:20, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰναυσουργός Medium diacritics: βαναυσουργός Low diacritics: βαναυσουργός Capitals: ΒΑΝΑΥΣΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: banausourgós Transliteration B: banausourgos Transliteration C: vanafsourgos Beta Code: banausourgo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A handicraftsman, Poll.7.6.

German (Pape)

[Seite 431] ὁ, Handwerker, Poll. 7, 6.

Greek (Liddell-Scott)

βαναυσουργός: -οῦ, ὁ, ὁ μετερχόμενος βάναυσον τέχνην, Ἰουσ ῖν Μ. Ἀπολ. 1. 55, Πολυδ. 7. 6.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
artesano, obrero Iust.Phil.Apol.55.3, Poll.7.6.

Greek Monolingual

ο (Α βαναυσουργός)
νεοελλ.
αυτός που παράγει ακαλαίσθητα έργα (για συγγραφέα, ζωγράφο, γλύπτη κ.λπ.)
αρχ.
ο χειροτέχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάναυσος + -ουργός < έργον].