κρηπιδαῖον: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κρηπῑδαῖον''': τό, ἡ [[κρηπίς]], τὰ θεμέλια οἰκίας, Λυσ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ζʹ, 120· κρηπίδειον ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5997.
|lstext='''κρηπῑδαῖον''': τό, ἡ [[κρηπίς]], τὰ θεμέλια οἰκίας, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Ζʹ, 120· κρηπίδειον ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5997.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 20:30, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρηπῑδαῖον Medium diacritics: κρηπιδαῖον Low diacritics: κρηπιδαίον Capitals: ΚΡΗΠΙΔΑΙΟΝ
Transliteration A: krēpidaîon Transliteration B: krēpidaion Transliteration C: kripidaion Beta Code: krhpidai=on

English (LSJ)

τό,

   A basement of a house, Lys.Fr.185 S.:—also κρηπῑδ-ειον, IG14.915 (Ostia).

Greek (Liddell-Scott)

κρηπῑδαῖον: τό, ἡ κρηπίς, τὰ θεμέλια οἰκίας, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Ζʹ, 120· κρηπίδειον ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5997.

Greek Monolingual

κρηπιδαῑον και επιγρ. κρηπίδειον, τὸ (Α)
η κρηπίδα, τα θεμέλια σπιτιού («τοῦ γείσου συντετελεσμένου καὶ τοῦ κρηπιδαίου», Λυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρηπίς, -ῖδος (Ι) + κατάλ. -αῖον (πρβλ. καλαμ-αίον, λιμν-αίον)].

Russian (Dvoretsky)

κρηπῑδαῖον: τό основание дома Lys.