μελισσουργέω: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
m (Text replacement - "˙" to "·")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μελισσουργέω''': Ἀττ. μελιττ-, εἶμαι [[μελισσουργός]], [[Πολυδ]]. Α΄, 234· πρβλ. [[μελιτουργέω]].
|lstext='''μελισσουργέω''': Ἀττ. μελιττ-, εἶμαι [[μελισσουργός]], Πολυδ. Α΄, 234· πρβλ. [[μελιτουργέω]].
}}
}}

Revision as of 20:40, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελισσουργέω Medium diacritics: μελισσουργέω Low diacritics: μελισσουργέω Capitals: ΜΕΛΙΣΣΟΥΡΓΕΩ
Transliteration A: melissourgéō Transliteration B: melissourgeō Transliteration C: melissourgeo Beta Code: melissourge/w

English (LSJ)

Att. μελιττ-,

   A to be a bee-master, Arist.HA624a21 (prob.), Poll.1.254.

German (Pape)

[Seite 124] ein Bienenzüchter sein, Poll. 1, 254.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσουργέω: Ἀττ. μελιττ-, εἶμαι μελισσουργός, Πολυδ. Α΄, 234· πρβλ. μελιτουργέω.