μόλγινος: Difference between revisions
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
(25) |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μόλγῐνος''': -η, -ον, ὁ πεποιημένος ἐκ δέρματος βοός, φυσητὴρ | |lstext='''μόλγῐνος''': -η, -ον, ὁ πεποιημένος ἐκ δέρματος βοός, φυσητὴρ Πολυδ. Ιʹ 187. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μόλγινος]], -ίνη, -ον (Α) [[μολγός]]<br />κατασκευασμένος από [[δέρμα]] βοδιού. | |mltxt=[[μόλγινος]], -ίνη, -ον (Α) [[μολγός]]<br />κατασκευασμένος από [[δέρμα]] βοδιού. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 7 July 2020
English (LSJ)
η, ον,
A made of ox-hide, φυσητῆρες Theodorid. ap. Poll.10.187.
German (Pape)
[Seite 199] von Rindsleder gemacht, Poll. 10, 187 aus Theodorid.
Greek (Liddell-Scott)
μόλγῐνος: -η, -ον, ὁ πεποιημένος ἐκ δέρματος βοός, φυσητὴρ Πολυδ. Ιʹ 187.
Greek Monolingual
μόλγινος, -ίνη, -ον (Α) μολγός
κατασκευασμένος από δέρμα βοδιού.