λευκόκομος: Difference between revisions
From LSJ
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λευκόκομος''': -ον, ὁ ἔχων λευκὴν κόμην, | |lstext='''λευκόκομος''': -ον, ὁ ἔχων λευκὴν κόμην, Πολυδ. Δ΄, 139· ― -[[κόμης]], ὁ, Τζέτζ. τὰ Μεθ’ Ὅμ. 659. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λευκόκομος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει λευκή [[κόμη]], [[ασπρομάλλης]]. | |mltxt=[[λευκόκομος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει λευκή [[κόμη]], [[ασπρομάλλης]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:45, 7 July 2020
English (LSJ)
ον,
A white-haired, Poll.4.139.
German (Pape)
[Seite 34] weißhaarig, Poll. 4, 139 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόκομος: -ον, ὁ ἔχων λευκὴν κόμην, Πολυδ. Δ΄, 139· ― -κόμης, ὁ, Τζέτζ. τὰ Μεθ’ Ὅμ. 659.
Greek Monolingual
λευκόκομος, -ον (Α)
αυτός που έχει λευκή κόμη, ασπρομάλλης.