λευκόκομος: Difference between revisions

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκόκομος''': -ον, ὁ ἔχων λευκὴν κόμην, [[Πολυδ]]. Δ΄, 139· ― -[[κόμης]], ὁ, Τζέτζ. τὰ Μεθ’ Ὅμ. 659.
|lstext='''λευκόκομος''': -ον, ὁ ἔχων λευκὴν κόμην, Πολυδ. Δ΄, 139· ― -[[κόμης]], ὁ, Τζέτζ. τὰ Μεθ’ Ὅμ. 659.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λευκόκομος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει λευκή [[κόμη]], [[ασπρομάλλης]].
|mltxt=[[λευκόκομος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει λευκή [[κόμη]], [[ασπρομάλλης]].
}}
}}

Revision as of 20:45, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόκομος Medium diacritics: λευκόκομος Low diacritics: λευκόκομος Capitals: ΛΕΥΚΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: leukókomos Transliteration B: leukokomos Transliteration C: lefkokomos Beta Code: leuko/komos

English (LSJ)

ον,

   A white-haired, Poll.4.139.

German (Pape)

[Seite 34] weißhaarig, Poll. 4, 139 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόκομος: -ον, ὁ ἔχων λευκὴν κόμην, Πολυδ. Δ΄, 139· ― -κόμης, ὁ, Τζέτζ. τὰ Μεθ’ Ὅμ. 659.

Greek Monolingual

λευκόκομος, -ον (Α)
αυτός που έχει λευκή κόμη, ασπρομάλλης.