πεσσικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πεσσικός''': Ἀττ. πεττ-, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ [[παιγνίδιον]] τῶν πεσσῶν, Ἀπίων παρ’ Εὐστ. 1397. 3· ἡ πεσσική, | |lstext='''πεσσικός''': Ἀττ. πεττ-, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ [[παιγνίδιον]] τῶν πεσσῶν, Ἀπίων παρ’ Εὐστ. 1397. 3· ἡ πεσσική, Πολυδ. Ζ΄, 210. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[πεττικός]], -ή, -όν, Α [[πεσσός]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχέση]] με το [[παιχνίδι]] τών πεσσών<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ πεττική</i><br />το [[παιχνίδι]] τών πεσσών. | |mltxt=και [[πεττικός]], -ή, -όν, Α [[πεσσός]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχέση]] με το [[παιχνίδι]] τών πεσσών<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ πεττική</i><br />το [[παιχνίδι]] τών πεσσών. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:50, 7 July 2020
English (LSJ)
Att. πεττ-, ή, όν,
A of or for draught-playing, Apion ap.Eust.1397.3 ; πεττική (sc. τέχνη) v.l. in Poll.7.210.
German (Pape)
[Seite 603] zum Brettspiel gehörig, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
πεσσικός: Ἀττ. πεττ-, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ παιγνίδιον τῶν πεσσῶν, Ἀπίων παρ’ Εὐστ. 1397. 3· ἡ πεσσική, Πολυδ. Ζ΄, 210.
Greek Monolingual
και πεττικός, -ή, -όν, Α πεσσός
1. αυτός που έχει σχέση με το παιχνίδι τών πεσσών
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πεττική
το παιχνίδι τών πεσσών.