πυρίεφθον: Difference between revisions
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
(35) |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῠρίεφθον''': τό, = [[πυριάτη]], Φιλιππίδης ἐν «Αὐλοῖς» 1 (ὡς μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ | |lstext='''πῠρίεφθον''': τό, = [[πυριάτη]], Φιλιππίδης ἐν «Αὐλοῖς» 1 (ὡς μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Ϛ´, 54, ἐν ᾧ ὁ Ἀθήν. 658D ἔχει τοὺς πυριέφθας ([[ἔνθα]] νῦν πυρίεφθα ἐν ἐκδ. Kaihel 1900, ὁ δὲ Ἡσύχ. ἐν λ. ψηροπυρίτης μνημονεύει ὀνομ. πυριεφθής, ὁ ἐπὶ ἄρτου), πρβλ. Γαλην. 6. 384· «[[πυριάτη]], τὸ ὑπὸ τῶν πολλῶν λεγόμενον [[πυρίεφθον]]» Πολυδ. Α´, 248, Εὐστ. 1624. 6 ([[ἔνθα]] κοινῶς πύρεφθον), Φώτ., κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α<br />το [[πρωτόγαλα]], η [[κολάστρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[ἑφθός]], ρημ. επίθ. του <i>ἕψω</i> «[[ψήνω]]»]. | |mltxt=τὸ, Α<br />το [[πρωτόγαλα]], η [[κολάστρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[ἑφθός]], ρημ. επίθ. του <i>ἕψω</i> «[[ψήνω]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:52, 7 July 2020
English (LSJ)
τό,= πυριάτη, Philippid.10 (as cited by Poll.6.54, but
A τοὺς πυριέφθας Ath.14.658d cod. A, and Hsch. has πυρὶ ἔφθαι (sic)· τὸ πρῶτον γάλα, and πυριεφθής as gloss on ξηροπυρίτας, s.v. ψηροπυρίτας), cf. Gal.6.694, Poll.1.248, Eust.1626.6 (ubi vulg. πύρεφθον), Phot., etc.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρίεφθον: τό, = πυριάτη, Φιλιππίδης ἐν «Αὐλοῖς» 1 (ὡς μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Ϛ´, 54, ἐν ᾧ ὁ Ἀθήν. 658D ἔχει τοὺς πυριέφθας (ἔνθα νῦν πυρίεφθα ἐν ἐκδ. Kaihel 1900, ὁ δὲ Ἡσύχ. ἐν λ. ψηροπυρίτης μνημονεύει ὀνομ. πυριεφθής, ὁ ἐπὶ ἄρτου), πρβλ. Γαλην. 6. 384· «πυριάτη, τὸ ὑπὸ τῶν πολλῶν λεγόμενον πυρίεφθον» Πολυδ. Α´, 248, Εὐστ. 1624. 6 (ἔνθα κοινῶς πύρεφθον), Φώτ., κτλ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
το πρωτόγαλα, η κολάστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + ἑφθός, ρημ. επίθ. του ἕψω «ψήνω»].