προστόμιον: Difference between revisions

From LSJ

ᾁδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων → sing worse than Leibethrans, sing worse than the people of Leibethra

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προστόμιον''': τό, [[στόμιον]], [[κυρίως]] ποταμοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ, 3. ΙΙ. [[προστόμιον]] ἢ προστομία, «ἡ εἰς ἄλληλα τῶν χειλέων [[συμβολή]]» [[Πολυδ]]. Β΄, 90.
|lstext='''προστόμιον''': τό, [[στόμιον]], [[κυρίως]] ποταμοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ, 3. ΙΙ. [[προστόμιον]] ἢ προστομία, «ἡ εἰς ἄλληλα τῶν χειλέων [[συμβολή]]» Πολυδ. Β΄, 90.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 20:55, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προστόμιον Medium diacritics: προστόμιον Low diacritics: προστόμιον Capitals: ΠΡΟΣΤΟΜΙΟΝ
Transliteration A: prostómion Transliteration B: prostomion Transliteration C: prostomion Beta Code: prosto/mion

English (LSJ)

τό,

   A mouth, esp. of a river, A.Supp.3 (anap., pl.).    II joining of the lips, Ruf.Onom.41, Poll.2.90.

German (Pape)

[Seite 783] τό, die Mündung, Νείλου, Aesch. Suppl. 3.

Greek (Liddell-Scott)

προστόμιον: τό, στόμιον, κυρίως ποταμοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ, 3. ΙΙ. προστόμιον ἢ προστομία, «ἡ εἰς ἄλληλα τῶν χειλέων συμβολή» Πολυδ. Β΄, 90.

Russian (Dvoretsky)

προστόμιον: τό устье (προστόμια Νείλου Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-στόμιον -ου, τό [πρό, στόμα] monding:. ἀπὸ προστομίων... Νείλου vanaf de mondingen van de Nijl Aeschl. Suppl. 3.