πυρευτής: Difference between revisions
From LSJ
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῠρευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἁλιεύων ὑπὸ τὸ φῶς πυρσοῦ, | |lstext='''πῠρευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἁλιεύων ὑπὸ τὸ φῶς πυρσοῦ, Πολυδ. Α', 96 ([[ἔνθα]] πυριευτής). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ, και [[πυριευτής]] Α [[πυρεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> ο [[πυροδότης]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ψαρεύει με πυρσούς, με πυροφάνια. | |mltxt=ο, ΝΑ, και [[πυριευτής]] Α [[πυρεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> ο [[πυροδότης]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ψαρεύει με πυρσούς, με πυροφάνια. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:55, 7 July 2020
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who fishes by torchlight, Poll.1.96.
German (Pape)
[Seite 821] ὁ, der Feuer Anzündende, der beim Feuer Etwas thut, bes. der beim Fackellicht Fischende.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἁλιεύων ὑπὸ τὸ φῶς πυρσοῦ, Πολυδ. Α', 96 (ἔνθα πυριευτής).
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και πυριευτής Α πυρεύω
νεοελλ.
ναυτ. ο πυροδότης
αρχ.
αυτός που ψαρεύει με πυρσούς, με πυροφάνια.