σκόλυθρον: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκόλυθρον''': τό, [[κάθισμα]] χαμηλόν, [[ἑδώλιον]], «σκαμνί», Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 5· - ὑποκορ. σκολύθριον, τό, Πλάτ. Εὐθύδημ. 278Β, πρβλ. | |lstext='''σκόλυθρον''': τό, [[κάθισμα]] χαμηλόν, [[ἑδώλιον]], «σκαμνί», Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 5· - ὑποκορ. σκολύθριον, τό, Πλάτ. Εὐθύδημ. 278Β, πρβλ. Πολυδ. Γ΄, 90, Ι΄, 48, Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α<br />χαμηλό [[κάθισμα]], [[σκαμνί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>σκόλυ</i>-<i>θρον</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[κόλυθρον]]) με [[επίθημα]] -<i>θρον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μέλα</i>-<i>θρον</i>) ανάγεται πιθ. στο θ. <i>σκολυ</i>- του [[σκολύπτω]]]. | |mltxt=τὸ, Α<br />χαμηλό [[κάθισμα]], [[σκαμνί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>σκόλυ</i>-<i>θρον</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[κόλυθρον]]) με [[επίθημα]] -<i>θρον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μέλα</i>-<i>θρον</i>) ανάγεται πιθ. στο θ. <i>σκολυ</i>- του [[σκολύπτω]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:55, 7 July 2020
English (LSJ)
τό,
A stool, cj. for κόλυθρον in Telecl.3:—Dim. σκολύθριον, τό, Pl.Euthd.278b, Poll.3.90, 10.48.
Greek (Liddell-Scott)
σκόλυθρον: τό, κάθισμα χαμηλόν, ἑδώλιον, «σκαμνί», Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 5· - ὑποκορ. σκολύθριον, τό, Πλάτ. Εὐθύδημ. 278Β, πρβλ. Πολυδ. Γ΄, 90, Ι΄, 48, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
χαμηλό κάθισμα, σκαμνί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σκόλυ-θρον (βλ. και λ. κόλυθρον) με επίθημα -θρον (πρβλ. μέλα-θρον) ανάγεται πιθ. στο θ. σκολυ- του σκολύπτω].