πολύνοος: Difference between revisions

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύνοος''': -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ ἔχων πολὺν νοῦν, [[συνετός]], Εὐστ. Εὐαγγ. Προπ. 418C, κτλ. Ἐπίρρ. πολύνως, [[Πολυδ]]. Β΄, 230.
|lstext='''πολύνοος''': -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ ἔχων πολὺν νοῦν, [[συνετός]], Εὐστ. Εὐαγγ. Προπ. 418C, κτλ. Ἐπίρρ. πολύνως, Πολυδ. Β΄, 230.
}}
}}

Revision as of 21:00, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύνοος Medium diacritics: πολύνοος Low diacritics: πολύνοος Capitals: ΠΟΛΥΝΟΟΣ
Transliteration A: polýnoos Transliteration B: polynoos Transliteration C: polynoos Beta Code: polu/noos

English (LSJ)

ον, contr. πολύ-νους, ουν,

   A thoughtful, opp. πολύλαλος, Plot.6.2.21, cf. Porph.Plot.14; profound, τὸ π. τῆς Πυθαγορικῆς βαθύτητος Hierocl.in CA26p.480M., cf. Iamb. in Nic.p.5 P. Adv. -νως Poll.2.230.

German (Pape)

[Seite 667] zsgzgn πολύνους, viel nachdenkend, Sp., wie Eust. – Adv. πολύνως, Poll.

Greek (Liddell-Scott)

πολύνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ ἔχων πολὺν νοῦν, συνετός, Εὐστ. Εὐαγγ. Προπ. 418C, κτλ. Ἐπίρρ. πολύνως, Πολυδ. Β΄, 230.