τάκων: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις → Silentiumque sapienti est responsio → Denn Schweigen ist für Weise deutlicher Bescheid

Menander, Monostichoi, 222
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τάκων''': ἢ τακών, ὁ, πληθ. τάκωνες ἢ τακῶνες, «ἔστι δὲ καὶ [[γαστρίδιον]] ἡδυσμένον ὃ καὶ τάκωνας [[ἔνιοι]] κεκλῆσθαι οἴονται παρὰ Κράτητι τῷ Κωμικῷ μόνῳ καὶ [[ἅπαξ]] εἰρηκότι ἐν Θηρίοις» [[Πολυδ]]. ϛʹ, 53 - Καθ’ Ἡσύχ.: «τακῶνες· τροχίσκοι στέατος κεκομμένου μεθ’ ἁλῶν καὶ ξηρῶν ἀρτυμάτων».
|lstext='''τάκων''': ἢ τακών, ὁ, πληθ. τάκωνες ἢ τακῶνες, «ἔστι δὲ καὶ [[γαστρίδιον]] ἡδυσμένον ὃ καὶ τάκωνας [[ἔνιοι]] κεκλῆσθαι οἴονται παρὰ Κράτητι τῷ Κωμικῷ μόνῳ καὶ [[ἅπαξ]] εἰρηκότι ἐν Θηρίοις» Πολυδ. ϛʹ, 53 - Καθ’ Ἡσύχ.: «τακῶνες· τροχίσκοι στέατος κεκομμένου μεθ’ ἁλῶν καὶ ξηρῶν ἀρτυμάτων».
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ωνος, και τακών, -ῶνος, Α<br />[[είδος]] λουκάνικου («τακῶνες<br />τροχίσκοι στέατος κεκομμένου μεθ' ἁλῶν καὶ ξηρῶν ἀρτυμάτων», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει πιθ. σχηματιστεί από το θ. <i>τακ</i>- της συνεσταλμένης βαθμίδας του ρ. [[τήκω]]].
|mltxt=-ωνος, και τακών, -ῶνος, Α<br />[[είδος]] λουκάνικου («τακῶνες<br />τροχίσκοι στέατος κεκομμένου μεθ' ἁλῶν καὶ ξηρῶν ἀρτυμάτων», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει πιθ. σχηματιστεί από το θ. <i>τακ</i>- της συνεσταλμένης βαθμίδας του ρ. [[τήκω]]].
}}
}}

Revision as of 21:00, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τάκων Medium diacritics: τάκων Low diacritics: τάκων Capitals: ΤΑΚΩΝ
Transliteration A: tákōn Transliteration B: takōn Transliteration C: takon Beta Code: ta/kwn

English (LSJ)

[ᾰ], ωνος, ὁ, a kind of

   A sausage or rissole, Crates Com.17, cf. Poll.6.53.

German (Pape)

[Seite 1064] ωνος, ὁ, Poll. 6, 53, aus Crates com., u. bei Hesych. τακών, eine Art Wurst oder Fleischgericht.

Greek (Liddell-Scott)

τάκων: ἢ τακών, ὁ, πληθ. τάκωνες ἢ τακῶνες, «ἔστι δὲ καὶ γαστρίδιον ἡδυσμένον ὃ καὶ τάκωνας ἔνιοι κεκλῆσθαι οἴονται παρὰ Κράτητι τῷ Κωμικῷ μόνῳ καὶ ἅπαξ εἰρηκότι ἐν Θηρίοις» Πολυδ. ϛʹ, 53 - Καθ’ Ἡσύχ.: «τακῶνες· τροχίσκοι στέατος κεκομμένου μεθ’ ἁλῶν καὶ ξηρῶν ἀρτυμάτων».

Greek Monolingual

-ωνος, και τακών, -ῶνος, Α
είδος λουκάνικου («τακῶνες
τροχίσκοι στέατος κεκομμένου μεθ' ἁλῶν καὶ ξηρῶν ἀρτυμάτων», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει πιθ. σχηματιστεί από το θ. τακ- της συνεσταλμένης βαθμίδας του ρ. τήκω].