φιλεγκλήμων: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
(45)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλεγκλήμων''': -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ ἐγκαλῇ, [[Πολυδ]]. Γ΄, 139, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 354, κλπ., Ἡσύχ. ἐν λέξει [[μεμψίμοιρος]]. ― Ἐπίρρ., -[[μόνως]], Πολύδ. ἔνθ. ἀνωτ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154.
|lstext='''φῐλεγκλήμων''': -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ ἐγκαλῇ, Πολυδ. Γ΄, 139, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 354, κλπ., Ἡσύχ. ἐν λέξει [[μεμψίμοιρος]]. ― Ἐπίρρ., -[[μόνως]], Πολύδ. ἔνθ. ἀνωτ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, [[φιλαίτιος]], [[φιλοκατήγορος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φιλεγκλημόνως</i> Α<br />φιλαιτίως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>εγκλήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔγκλημα]]), <b>πρβλ.</b> <i>δυσ</i>-<i>εγκλήμων</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, [[φιλαίτιος]], [[φιλοκατήγορος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φιλεγκλημόνως</i> Α<br />φιλαιτίως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>εγκλήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔγκλημα]]), <b>πρβλ.</b> <i>δυσ</i>-<i>εγκλήμων</i>].
}}
}}

Revision as of 21:05, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φιλεγκλήμων Medium diacritics: φιλεγκλήμων Low diacritics: φιλεγκλήμων Capitals: ΦΙΛΕΓΚΛΗΜΩΝ
Transliteration A: philenklḗmōn Transliteration B: philenklēmōn Transliteration C: filegklimon Beta Code: filegklh/mwn

English (LSJ)

ον, gen.ονος,

   A fond of fault-finding, Ph.1.310, Poll.3.139, Gal.13.485, Sch.Il.1.354, Sch.Ar.Pl.874, etc. Adv. -μόνως Poll.l.c.

German (Pape)

[Seite 1275] ονος, gern anklagend, Clem. Al., Poll. 6, 168.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλεγκλήμων: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ ἐγκαλῇ, Πολυδ. Γ΄, 139, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 354, κλπ., Ἡσύχ. ἐν λέξει μεμψίμοιρος. ― Ἐπίρρ., -μόνως, Πολύδ. ἔνθ. ἀνωτ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, φιλαίτιος, φιλοκατήγορος.
επίρρ...
φιλεγκλημόνως Α
φιλαιτίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -εγκλήμων (< ἔγκλημα), πρβλ. δυσ-εγκλήμων].