συμπίλησις: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπίλησις''': ἡ, [[συμπίεσις]], [[σύνθλιψις]], τῆς ὑγρότητος Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4, 12, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ϛϳ, 171. ― συμπίλημα, τό, Boisson. Ἀνέκδ. 2. 416. ― συμπιλητικός, ή, όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς σύνθλιψιν ἢ κλείσιμον, τῶν πόρων Τίμ. Λοκρ. 100Ε.
|lstext='''συμπίλησις''': ἡ, [[συμπίεσις]], [[σύνθλιψις]], τῆς ὑγρότητος Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4, 12, πρβλ. Πολυδ. Ϛϳ, 171. ― συμπίλημα, τό, Boisson. Ἀνέκδ. 2. 416. ― συμπιλητικός, ή, όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς σύνθλιψιν ἢ κλείσιμον, τῶν πόρων Τίμ. Λοκρ. 100Ε.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 21:05, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπῑλησις Medium diacritics: συμπίλησις Low diacritics: συμπίλησις Capitals: ΣΥΜΠΙΛΗΣΙΣ
Transliteration A: sympílēsis Transliteration B: sympilēsis Transliteration C: sympilisis Beta Code: sumpi/lhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A compression, Poll.7.171.

German (Pape)

[Seite 987] ἡ, das Verfilzen, Poll. 7, 171.

Greek (Liddell-Scott)

συμπίλησις: ἡ, συμπίεσις, σύνθλιψις, τῆς ὑγρότητος Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4, 12, πρβλ. Πολυδ. Ϛϳ, 171. ― συμπίλημα, τό, Boisson. Ἀνέκδ. 2. 416. ― συμπιλητικός, ή, όν, ἐπιτήδειος εἰς σύνθλιψιν ἢ κλείσιμον, τῶν πόρων Τίμ. Λοκρ. 100Ε.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
resserrement, condensation.
Étymologie: συμπιλέω.

Russian (Dvoretsky)

συμπίλησις: εως (πῑ) ἡ уплотнение, сгущение Arst., Plut.