ἐπιστροφεύς: Difference between revisions
From LSJ
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιστροφεύς''': έως, ὁ, [[ὄνομα]] τοῦ πρώτου σπονδύλου τοῦ τραχήλου, «τῶν δὲ σφονδύλων ὁ μὲν πρῶτος, ὁ σὺν τῷ τραχήλῳ στρεφόμενος, ἐπιστροφεὺς ὀνομάζεται» | |lstext='''ἐπιστροφεύς''': έως, ὁ, [[ὄνομα]] τοῦ πρώτου σπονδύλου τοῦ τραχήλου, «τῶν δὲ σφονδύλων ὁ μὲν πρῶτος, ὁ σὺν τῷ τραχήλῳ στρεφόμενος, ἐπιστροφεὺς ὀνομάζεται» Πολυδ. Β΄, 131. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 7 July 2020
English (LSJ)
έως, ὁ,
A turning on a pivot, a name for the first of the neck-vertebrae, Poll.2.131. II. one who causes to return to its source, τοῦ γενομένου κόσμου Dam.Pr.270.
German (Pape)
[Seite 986] ὁ, der Umdreher, so hieß der erste Halswirbel, Poll. 2, 131.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστροφεύς: έως, ὁ, ὄνομα τοῦ πρώτου σπονδύλου τοῦ τραχήλου, «τῶν δὲ σφονδύλων ὁ μὲν πρῶτος, ὁ σὺν τῷ τραχήλῳ στρεφόμενος, ἐπιστροφεὺς ὀνομάζεται» Πολυδ. Β΄, 131.