ἡμίπλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμίπλεκτος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ πεπλεγμένος, Φιλύλλ. ἐν Ἀδήλ. 10, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 160.
|lstext='''ἡμίπλεκτος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ πεπλεγμένος, Φιλύλλ. ἐν Ἀδήλ. 10, Πολυδ. Ϛ΄, 160.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμίπλεκτος]], -ον (Α)<br />ο [[κατά]] το ήμισυ πλεγμένος, μισοπλεγμένος.
|mltxt=[[ἡμίπλεκτος]], -ον (Α)<br />ο [[κατά]] το ήμισυ πλεγμένος, μισοπλεγμένος.
}}
}}

Revision as of 21:24, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίπλεκτος Medium diacritics: ἡμίπλεκτος Low diacritics: ημίπλεκτος Capitals: ΗΜΙΠΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: hēmíplektos Transliteration B: hēmiplektos Transliteration C: imiplektos Beta Code: h(mi/plektos

English (LSJ)

ον,

   A half-plaited, Philyll.31.

German (Pape)

[Seite 1169] halb geflochten, Poll. 6, 160.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίπλεκτος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ πεπλεγμένος, Φιλύλλ. ἐν Ἀδήλ. 10, Πολυδ. Ϛ΄, 160.

Greek Monolingual

ἡμίπλεκτος, -ον (Α)
ο κατά το ήμισυ πλεγμένος, μισοπλεγμένος.