ἰσήγορος: Difference between revisions

From LSJ

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source
(18)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσήγορος''': -ον, ἔχων ἴσην ἐλευθερίαν ἐν τῷ λέγειν, [[Πολυδ]]. Ϛ,΄ 174.
|lstext='''ἰσήγορος''': -ον, ἔχων ἴσην ἐλευθερίαν ἐν τῷ λέγειν, Πολυδ. Ϛ,΄ 174.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσήγορος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ίση [[ελευθερία]] λόγου, που έχει ίσα δικαιώματα λόγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]]) —το <i>η</i>- λόγω της συνθέσεως—, <b>[[πρβλ]].</b> <i>κατ</i>-<i>ήγορος</i>, <i>συν</i>-<i>ήγορος</i>].
|mltxt=[[ἰσήγορος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ίση [[ελευθερία]] λόγου, που έχει ίσα δικαιώματα λόγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]]) —το <i>η</i>- λόγω της συνθέσεως—, <b>[[πρβλ]].</b> <i>κατ</i>-<i>ήγορος</i>, <i>συν</i>-<i>ήγορος</i>].
}}
}}

Revision as of 21:25, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσήγορος Medium diacritics: ἰσήγορος Low diacritics: ισήγορος Capitals: ΙΣΗΓΟΡΟΣ
Transliteration A: isḗgoros Transliteration B: isēgoros Transliteration C: isigoros Beta Code: i)sh/goros

English (LSJ)

ον,

   A enjoying equal right of speech, freedom of speech, Poll.6.174.

German (Pape)

[Seite 1263] gleichberechtigt zu sprechen, Poll. 6, 174.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσήγορος: -ον, ἔχων ἴσην ἐλευθερίαν ἐν τῷ λέγειν, Πολυδ. Ϛ,΄ 174.

Greek Monolingual

ἰσήγορος, -ον (Α)
αυτός που έχει ίση ελευθερία λόγου, που έχει ίσα δικαιώματα λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ήγορος (< ἀγορά) —το η- λόγω της συνθέσεως—, πρβλ. κατ-ήγορος, συν-ήγορος].