ὁμομήτωρ: Difference between revisions
From LSJ
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
(3b) |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμομήτωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, = τῷ προηγ., Ὀρφ. παρὰ Πλάτ. Κρατ. 402C, | |lstext='''ὁμομήτωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, = τῷ προηγ., Ὀρφ. παρὰ Πλάτ. Κρατ. 402C, Πολυδ. Γ΄, 23. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:25, 7 July 2020
English (LSJ)
ορος, ὁ, ἡ, = foreg., Orph.Fr.15, Poll.3.23.
German (Pape)
[Seite 338] ορος, = ὁμομήτριος, Orph. bei Plat. Crat. 402 c.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμομήτωρ: -ορος, ὁ, ἡ, = τῷ προηγ., Ὀρφ. παρὰ Πλάτ. Κρατ. 402C, Πολυδ. Γ΄, 23.
Greek Monolingual
ὁμομήτωρ, -ορoς, ὁ, ἡ (Α)
o ομομήτριος, ο γεννημένος από την ίδια μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. παμ-μήτωρ].
Russian (Dvoretsky)
ὁμομήτωρ: ορος adj. Plat. = ὁμομήτριος.