νηρίται: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(27)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=niritai
|Transliteration C=niritai
|Beta Code=nhri/tai
|Beta Code=nhri/tai
|Definition=<b class="b3">μεγάλοι</b>, Hsch. νηρίτης, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[νηρείτης]].</span>
|Definition=[[μεγάλοι]], Hsch. νηρίτης, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[νηρείτης]].</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νηρίται]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μεγάλοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με [[νήριτος]] και έχει διορθωθεί σε <i>νήριται</i>].
|mltxt=[[νηρίται]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μεγάλοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με [[νήριτος]] και έχει διορθωθεί σε <i>νήριται</i>].
}}
}}

Revision as of 09:50, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηρίται Medium diacritics: νηρίται Low diacritics: νηρίται Capitals: ΝΗΡΙΤΑΙ
Transliteration A: nērítai Transliteration B: nēritai Transliteration C: niritai Beta Code: nhri/tai

English (LSJ)

μεγάλοι, Hsch. νηρίτης,

   A v. νηρείτης.

Greek Monolingual

νηρίται (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μεγάλοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με νήριτος και έχει διορθωθεί σε νήριται].