οὐγγία: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=οὐγκία<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: Lat. uncia.<br />Other forms: Also | |etymtx=οὐγκία<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: Lat. uncia.<br />Other forms: Also [[ὀγκία]] (Epich. 203) | ||
}} | }} |
Revision as of 10:04, 8 July 2020
English (LSJ)
or οὐγκία, ἡ, Lat.
A uncia, as adopted by the Sicil. Greeks, Arist.Fr.510, Gal.13.789, Alex.Aphr.in Top.210.7:—written ὀγκία in Epich.203, Sophr.151: hence Adj. οὐγκιαῖος, α, ον, of one uncia, prob. in SIG1042.23 (Sunium, ii/iii A. D.): οὐγκιασμός, ὁ, measurement by unciae, in pl., Just.Nov.107.1.
German (Pape)
[Seite 408] ἡ, auch οὐγκία, das lat. uncia, Unze, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
οὐγγία: ἢ οὐγκία, ἡ, Λατ. uncia, γενομένη δεκτὴ παρὰ τοῖς ἐν Σικελίᾳ Ἕλλησι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 467· φέρεται δὲ ὀγκία Σώφρων καὶ Ἐπίχαρμος παρὰ Φωτ.· ἴδε ἐν λ. λίτρα.
Greek Monolingual
και ουγκιά, η (AM οὐγγία και οὐγκία, Α και ὀγκία)
νεοελλ.
μονάδα βάρους σε διάφορες χώρες, που σήμερα ισούται με 28,34 γραμμάρια
μσν.-αρχ.
το δωδεκατημόριο του ασσαρίου ή γενικώς ενός συνόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. uncia (< unus «ένας»), πρβλ. ιρλδ. unga, γοτθ. unkja, αρχ. αγγλοσαξ. ynče].
Frisk Etymological English
οὐγκία
Grammatical information: f.
Meaning: Lat. uncia.
Other forms: Also ὀγκία (Epich. 203)