χειρόβλημα: Difference between revisions
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(46) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=cheirovlima | |Transliteration C=cheirovlima | ||
|Beta Code=xeiro/blhma | |Beta Code=xeiro/blhma | ||
|Definition=ατος, τό, and χειρό-βλητον, τό, glossed by | |Definition=ατος, τό, and χειρό-βλητον, τό, glossed by [[δράγματα]], Hsch. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:45, 8 July 2020
English (LSJ)
ατος, τό, and χειρό-βλητον, τό, glossed by δράγματα, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
χειρόβλημα: τό, καὶ χειρόβλητον, τό, = χειρόβολον, «χειροβλήματα· δράγματα· οἱ δὲ χειρόβλητα» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «χειρόβολον, δράγμα
οἱ δὲ χειρόβλητον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + βλῆμα (< βάλλω)].