εταιρώ: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
(14)
 
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἑταιρῶ, -έω (Α) [[εταίρος]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[παρέα]] με κάποιον<br /><b>2.</b> (για μικρά αγόρια ή κορίτσια) επιδίδομαι με [[πληρωμή]] σε ασελγείς πράξεις, ζω βίο πορνικό, έχω εραστή («[[οὐκέτι]] φαίνεται μόνον ἡταιρηκώς, ἀλλὰ καὶ πεπορνευμένος», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[φιλία]] ἑταιροῡσα» — [[ψευδής]], επίπλαστη ή πορνική [[φιλία]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἑταιροῡμαι</i><br />(για γυναίκες και άντρες) πορνεύομαι.
|mltxt=ἑταιρῶ, -έω (Α) [[εταίρος]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[παρέα]] με κάποιον<br /><b>2.</b> (για μικρά αγόρια ή κορίτσια) επιδίδομαι με [[πληρωμή]] σε ασελγείς πράξεις, ζω βίο πορνικό, έχω εραστή («[[οὐκέτι]] φαίνεται μόνον ἡταιρηκώς, ἀλλὰ καὶ πεπορνευμένος», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[φιλία]] ἑταιροῡσα» — [[ψευδής]], επίπλαστη ή πορνική [[φιλία]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἑταιοῦμαι</i><br />(για γυναίκες και άντρες) πορνεύομαι.
}}
}}

Revision as of 18:20, 24 October 2020

Greek Monolingual

ἑταιρῶ, -έω (Α) εταίρος
1. κάνω παρέα με κάποιον
2. (για μικρά αγόρια ή κορίτσια) επιδίδομαι με πληρωμή σε ασελγείς πράξεις, ζω βίο πορνικό, έχω εραστή («οὐκέτι φαίνεται μόνον ἡταιρηκώς, ἀλλὰ καὶ πεπορνευμένος», Αισχίν.)
3. φρ. «φιλία ἑταιροῡσα» — ψευδής, επίπλαστη ή πορνική φιλία
4. μέσ. ἑταιοῦμαι
(για γυναίκες και άντρες) πορνεύομαι.