λεπρώ: Difference between revisions
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α λεπρῶ, -άω και -όω) [[λέπρα]]<br /><b>1.</b> προσβάλλομαι από [[λέπρα]] ή [[πάσχω]] από αυτήν<br /><b>2.</b> (συν. στη μέσ.) <i> | |mltxt=(Α λεπρῶ, -άω και -όω) [[λέπρα]]<br /><b>1.</b> προσβάλλομαι από [[λέπρα]] ή [[πάσχω]] από αυτήν<br /><b>2.</b> (συν. στη μέσ.) <i>λεπροῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[λεπρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γίνομαι]] [[λεπιδωτός]] ή [[τραχύς]] («λεπρὰν τὴν κύστιν», Ιπποκρ.). | ||
}} | }} |