κηρώνω: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κερώνω]] (ΑΜ κηρῶ, -όω) [[κηρός]]<br />[[επικαλύπτω]], [[επιχρίω]] [[κάτι]] με [[κερί]] («κεκηρῶσθαι τὰ [[ἔσωθεν]] τῆς κλεψύδρας», Αιν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>κηοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />(για μέλισσες) [[σχηματίζω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου με [[κερί]].
|mltxt=και [[κερώνω]] (ΑΜ κηρῶ, -όω) [[κηρός]]<br />[[επικαλύπτω]], [[επιχρίω]] [[κάτι]] με [[κερί]] («κεκηρῶσθαι τὰ [[ἔσωθεν]] τῆς κλεψύδρας», Αιν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>κηροῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />(για μέλισσες) [[σχηματίζω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου με [[κερί]].
}}
}}

Latest revision as of 18:41, 24 October 2020

Greek Monolingual

και κερώνω (ΑΜ κηρῶ, -όω) κηρός
επικαλύπτω, επιχρίω κάτι με κερί («κεκηρῶσθαι τὰ ἔσωθεν τῆς κλεψύδρας», Αιν.)
αρχ.
μέσ. κηροῦμαι, -όομαι
(για μέλισσες) σχηματίζω κάτι για τον εαυτό μου με κερί.