κηρώνω

From LSJ

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306

Greek Monolingual

και κερώνω (ΑΜ κηρῶ, -όω) κηρός
επικαλύπτω, επιχρίω κάτι με κερί («κεκηρῶσθαι τὰ ἔσωθεν τῆς κλεψύδρας», Αιν.)
αρχ.
μέσ. κηροῦμαι, -όομαι
(για μέλισσες) σχηματίζω κάτι για τον εαυτό μου με κερί.