εὐαναδιδάκτως: Difference between revisions
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh
(6_6) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evanadidaktos | |Transliteration C=evanadidaktos | ||
|Beta Code=eu)anadida/ktws | |Beta Code=eu)anadida/ktws | ||
|Definition=Adv., <span class="sense" | |Definition=Adv., <span class="sense"> <span class="bld">A</span> gloss on [[εὐανακλήτως]], Suid., <span class="bibl">Zonar.926</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐαναδιδάκτως''': Ἐπίρρ., [[οὕτως]] [[ὥστε]] εὐκόλως να ἀναδιδαχθῇ τις, Σουΐδ. ἐν λέξει εὐανακλήτως, ἀντὶ τοῦ εὐδιαλλάκτως ἐν Μάρκῳ Ἀντ. 1. 7. | |lstext='''εὐαναδιδάκτως''': Ἐπίρρ., [[οὕτως]] [[ὥστε]] εὐκόλως να ἀναδιδαχθῇ τις, Σουΐδ. ἐν λέξει εὐανακλήτως, ἀντὶ τοῦ εὐδιαλλάκτως ἐν Μάρκῳ Ἀντ. 1. 7. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:35, 10 December 2020
English (LSJ)
Adv., A gloss on εὐανακλήτως, Suid., Zonar.926.
Greek (Liddell-Scott)
εὐαναδιδάκτως: Ἐπίρρ., οὕτως ὥστε εὐκόλως να ἀναδιδαχθῇ τις, Σουΐδ. ἐν λέξει εὐανακλήτως, ἀντὶ τοῦ εὐδιαλλάκτως ἐν Μάρκῳ Ἀντ. 1. 7.