κίσσησις: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
(20)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kissisis
|Transliteration C=kissisis
|Beta Code=ki/sshsis
|Beta Code=ki/sshsis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[κίσσα]] <span class="bibl">11</span>, Gal.19.455.</span>
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[κίσσα]] <span class="bibl">11</span>, Gal.19.455.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κίσσησις]], απ. τ. [[κίττησις]], ἡ (Α) [[[κισσώ]] (Ι)]<br /><b>1.</b> η [[ιδιομορφία]] της όρεξης τών εγκύων, [[κίσσα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[σύλληψη]], [[γέννηση]] («ποῡ ἡ [[κίσσησις]] τῆς φαντασιολογίας», Επιφάν.).
|mltxt=[[κίσσησις]], απ. τ. [[κίττησις]], ἡ (Α) [[[κισσώ]] (Ι)]<br /><b>1.</b> η [[ιδιομορφία]] της όρεξης τών εγκύων, [[κίσσα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[σύλληψη]], [[γέννηση]] («ποῡ ἡ [[κίσσησις]] τῆς φαντασιολογίας», Επιφάν.).
}}
}}

Revision as of 22:00, 10 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίσσησις Medium diacritics: κίσσησις Low diacritics: κίσσησις Capitals: ΚΙΣΣΗΣΙΣ
Transliteration A: kíssēsis Transliteration B: kissēsis Transliteration C: kissisis Beta Code: ki/sshsis

English (LSJ)

εως, ἡ,    A = κίσσα 11, Gal.19.455.

Greek Monolingual

κίσσησις, απ. τ. κίττησις, ἡ (Α) [[[κισσώ]] (Ι)]
1. η ιδιομορφία της όρεξης τών εγκύων, κίσσα
2. μτφ. σύλληψη, γέννηση («ποῡ ἡ κίσσησις τῆς φαντασιολογίας», Επιφάν.).