νωθουρίς: Difference between revisions
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(27) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nothouris | |Transliteration C=nothouris | ||
|Beta Code=nwqouri/s | |Beta Code=nwqouri/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, <span class="sense" | |Definition=ίδος, ἡ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[βαλλωτή]], Ps.-Dsc.3.103.</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νωθουρίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />το [[φυτό]] [[βαλλωτή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για συνθ. του [[νωθής]] «[[ατάραχος]], [[ήρεμος]]» <span style="color: red;">+</span> [[οὐρά]]. Το [[φυτό]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω της φαινομενικής ακινησίας τών κλάδων του]. | |mltxt=[[νωθουρίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />το [[φυτό]] [[βαλλωτή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για συνθ. του [[νωθής]] «[[ατάραχος]], [[ήρεμος]]» <span style="color: red;">+</span> [[οὐρά]]. Το [[φυτό]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω της φαινομενικής ακινησίας τών κλάδων του]. | ||
}} | }} |