πανίσχυρος: Difference between revisions
From LSJ
εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=panischyros | |Transliteration C=panischyros | ||
|Beta Code=pani/sxuros | |Beta Code=pani/sxuros | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[very strong]] or [[firm]], Sch.<span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>255</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:40, 11 December 2020
English (LSJ)
ον, A very strong or firm, Sch.A.Th.255.
German (Pape)
[Seite 460] ganz stark, fest, Schol. Aesch. Spt. 261.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνίσχῠρος: -ον, ἰσχυρότατος, στερεώτατος, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 255.
Greek Monolingual
-η, -ο / πανίσχυρος, -ον, ΝΜ
ισχυρότατος, παντοδύναμος, ιδίως από την άποψη της πολιτικής, κοινωνικής ή οικονομικής επιρροής, ή αυτός που έχει τόση δύναμη ώστε να κατορθώνει και τα πιο δύσκολα πράγματα ή να αντέχει στις πιο δυσάρεστες δοκιμασίες.