προωμοσία: Difference between revisions

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proomosia
|Transliteration C=proomosia
|Beta Code=prowmosi/a
|Beta Code=prowmosi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[prosecutor's affidavit]], <span class="bibl">Poll.8.55</span>.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[prosecutor's affidavit]], <span class="bibl">Poll.8.55</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:45, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προωμοσία Medium diacritics: προωμοσία Low diacritics: προωμοσία Capitals: ΠΡΟΩΜΟΣΙΑ
Transliteration A: proōmosía Transliteration B: proōmosia Transliteration C: proomosia Beta Code: prowmosi/a

English (LSJ)

ἡ,    A prosecutor's affidavit, Poll.8.55.

German (Pape)

[Seite 801] ἡ vorhergehender Eid, Poll. 8, 55.

Greek (Liddell-Scott)

προωμοσία: ἡ, «προωμοσία μὲν ὅρκος ὃν ὁ κατήγορος προομνύει ἦ μὴν ἀληθῆ κατηγορεῖν» Πολυδ. Η', 55, πρβλ. ἀντωμοσία.

Greek Monolingual

η, ΝΑ προόμνυμι
(στο αττ. δίκ.) προδικαστική πράξη κατά την οποία ο κατήγορος υποχρεωνόταν να δώσει όρκο ότι όσα είχε καταγγείλει κατά του αντιδίκου του ήταν αληθινά.