σταφιδευταῖος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένος πεφυκὼς τοὺς ξενηδόχους (ξενίζοντας) σέβου → Honorem habe, peregrine, susceptoribus → Als Gast erweise dem, der dich bewirtet, Ehr

Menander, Monostichoi, 402
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stafideftaios
|Transliteration C=stafideftaios
|Beta Code=stafideutai=os
|Beta Code=stafideutai=os
|Definition=α, ον, (σταφίς) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of dried grapes]],= στεμφυλίτης, τρύγες <span class="bibl">Hp.<span class="title">Morb.</span>3.17</span>; σταφίδιοι [[οἶνοι]] [[raisin]] wines, ibid.; σταφιδίτης οἶνος Orib.<span class="title">Fr.</span>19, <span class="title">Gloss.</span></span>
|Definition=α, ον, (σταφίς) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of dried grapes]],= στεμφυλίτης, τρύγες <span class="bibl">Hp.<span class="title">Morb.</span>3.17</span>; σταφίδιοι [[οἶνοι]] [[raisin]] wines, ibid.; σταφιδίτης οἶνος Orib.<span class="title">Fr.</span>19, <span class="title">Gloss.</span></span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:50, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰφῐδευταῖος Medium diacritics: σταφιδευταῖος Low diacritics: σταφιδευταίος Capitals: ΣΤΑΦΙΔΕΥΤΑΙΟΣ
Transliteration A: staphideutaîos Transliteration B: staphideutaios Transliteration C: stafideftaios Beta Code: stafideutai=os

English (LSJ)

α, ον, (σταφίς)    A of dried grapes,= στεμφυλίτης, τρύγες Hp.Morb.3.17; σταφίδιοι οἶνοι raisin wines, ibid.; σταφιδίτης οἶνος Orib.Fr.19, Gloss.

German (Pape)

[Seite 930] von getrockneten und gepreßten Weinbeeren, Hippocr., τρὺξ στεμφυλῖτις σταφ.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰφῐδευταῖος: -α, -ον, (σταφὶς) ὁ ἐκ ξηρῶν σταφυλῶν ἤτοι σταφίδων, ὡς τὸ στεμφυλίτης, Ἱππ. 497. 8· σταφίδιος οἶνος, ὁ ἐξ ἀσταφίδων, αὐτόθι 7· σταφιδίτης οἶνος Γλωσσ., ἑτέρα γραφὴ σταφιδευτέος, ἴδε Θ. Παπαδημητρακόπουλου ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 111.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
φρ. «σταφιδευταῑος οἶνος» — κρασί από ξηρή σταφίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφίς, -ίδος + κατάλ. -αῖοςπιθ. μέσω αμάρτυρου σταφιδευτής].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταφιδευταῖος -α -ον [σταφίς] van gedroogde druiven.