βουλεύω: Difference between revisions
Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimus → Ertrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht
(4) |
(No difference)
|
Revision as of 20:14, 8 February 2013
English (LSJ)
Il.2.379, etc., aor.
A ἐβούλευσα Od.5.23, etc., Ep. βούλ- Il.14.464: pf. βεβούλευκα S.OT701:—Med. and Pass., v. infr.: (βουλή):—take counsel, deliberate, in past tenses, determine or resolve after deliberation: 1 abs., ὣς βουλεύσαντε Il. 1.531; βουλευέμεν ἠδὲ μάχεσθαι in council or in battle, Od.14.491; β. ὅπως ὄχ' ἄριστα γένοιτο 9.420, cf. 11.229; δυσμενέεσσι φόνου πέρι β. 16.234; ἔς γε μίαν βουλεύσομεν (sc. βουλήν) we shall agree to one plan, Il.2.379; θυμῷ β. Od.12.58; β. περί τινος Hdt.1.120, Th.3.28, 5.116: in Prose, chiefly Med. in this sense, v. infr. B. 2 c. acc. rei, deliberate on, plan, devise, β. βουλάς Il.24.652, al.; οὐ . . τοῦτον μὲν ἐβούλευσας νόον αὐτή; Od.5.23; ὁδόν 1.444; φύξιν Il.10.311,398; κέρδεα Od.23.217; ψεύδεα 14.296: c. dat. pers., τῷ γάρ ῥα θεοὶ βούλευσαν ὄλεθρον Il. 14.464, cf. Hdt.9.110; θάνατόν τινι Pl.Lg.872a; β. πῆμά τινι Od.5.179, etc.; κέλευθον A.Pers.758; ποινάς Id.Ag.1223; νεώτερα β. περί τινος Hdt.1.210:—Pass. (with fut. Med., A.Th.198), aor. ἐβουλεύθην Hdt. 7.157, Th.1.120, Pl.R.442b: pf. βεβούλευμαι (usu. in med. sense, v. infr. B):—to be determined or planned, ψῆφος κατ' αὐτῶν βουλεύσεται A. l.c.; βεβούλευται τάδε Id.Pr.998, cf. Hdt.7.10.δ; τὰ βεβουλευμένα, = βουλεύματα, Id.4.128; τὰ βουλευόμενα X.Cyr.6.2.2; πῶς σφῷν βεβούλευται Pl.Euthd.274a. 3 c. inf., take counsel, resolve to do, τὸν μὲν ἐγὼ βούλευσα . . οὐτάμεναι Od.9.299, cf. Hdt.1.73, 6.52,61, etc.:— Pass., τοῖσι ἐβεβούλευτο τὸ παιδίον προσουδίσαι Id.5.92.γ. II give counsel, τὰ λῷστα β. A.Pr.206; β. δυνατός Pl.Lg.694b: c. dat. pers., advise, ἵνα σφίσι βουλεύησθα Il.9.99, cf. A.Eu.697. III sit in council, of the Spartan γέροντες, Hdt.6.57; to be a member of a βουλή, Arist.Pol.1282a30; esp. of the Council of 500 at Athens, Antipho 6.45, And.1.75, X.Mem.1.1.18, Arist.Ath.62.3; ἡ βουλὴ ἡ βουλεύουσα Lys.13.19; βουλὴν β. to be a member of the β., ib.20; βουλεύειν λαχών Pl.Grg.473e. B Med., fut. -εύσομαι A.Ag.846, Ch.718, Th.1.43, Pl.Smp. 174d: aor. ἐβουλευσάμην S.OT537, etc.; Ep. βουλ- Il.2.114; ἐβουλεύθην D.H.15.7: pf. βεβούλευμαι Hdt.3.134, S.El.385, Th.1.69, E.Supp.248, Pl.Chrm.176c (also in pass. sense, v. supr.):—more freq. in Att. Prose than Act., 1 abs., take counsel with oneself, deliberate, Hdt.7.10.δ, Arist.EN1112b11,20; παραχρῆμα οὐδὲ -σάμενος D.37.13; ἅμα τινί Hdt.8.101; περὶ τοῦ μέλλοντος τῶν οἰκείων Th.3.44, cf. Pl.Phdr.231a; περί τι Id.R.604c; ὑπέρ τινος ib.428d; πρὸς τὴν γεγενημένην ξυμφοράν Th.7.47: c. acc. cogn., β. βούλευμα And.3.29; βουλήν Pl.Plt.298b, etc.; ἴσον τι ἢ δίκαιον Th.2.44:—also like Act., take counsel, πρός τινας LXX 4 Ki.6.8. 2 act as member of council, and so originate measures, β. καὶ κρίνειν Arist.Pol.1281b31; τὸ βουλευόμενον ib.1291a28. 3 c. acc. rei, determine with oneself, resolve on, κακὴν ἀπάτην βουλεύσατο Il.2.114 (Med. here only in Hom.); ἀλλοῖόν τι περί τινος Hdt.5.40, cf. Pl.Ap.32c. 4 c. inf., resolve to do, Hdt.3.134, Pl.Chrm.176c. 5 rarely folld. by Relat., β. ὅ τι ποιήσεις ibid.; β. ὅπως . . with subj., X.Cyr.1.4.13; β. πῶς τις, c. fut., Id.An.3.4.40; πῶς καὶ τί πρακτέον εἴη Plb.1.33.3; ἵνα Ev.Jo.12.10.