τάκων: Difference between revisions
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
m (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ωνος, ὁ</b>" to "ᾰ], ωνος, ὁ") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=takon | |Transliteration C=takon | ||
|Beta Code=ta/kwn | |Beta Code=ta/kwn | ||
|Definition=[ᾰ], ωνος, ὁ, a kind of <span class="sense" | |Definition=[ᾰ], ωνος, ὁ, a kind of <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[sausage]] or [[rissole]], <span class="bibl">Crates Com.17</span>, cf. <span class="bibl">Poll.6.53</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:35, 12 December 2020
English (LSJ)
[ᾰ], ωνος, ὁ, a kind of A sausage or rissole, Crates Com.17, cf. Poll.6.53.
German (Pape)
[Seite 1064] ωνος, ὁ, Poll. 6, 53, aus Crates com., u. bei Hesych. τακών, eine Art Wurst oder Fleischgericht.
Greek (Liddell-Scott)
τάκων: ἢ τακών, ὁ, πληθ. τάκωνες ἢ τακῶνες, «ἔστι δὲ καὶ γαστρίδιον ἡδυσμένον ὃ καὶ τάκωνας ἔνιοι κεκλῆσθαι οἴονται παρὰ Κράτητι τῷ Κωμικῷ μόνῳ καὶ ἅπαξ εἰρηκότι ἐν Θηρίοις» Πολυδ. ϛʹ, 53 - Καθ’ Ἡσύχ.: «τακῶνες· τροχίσκοι στέατος κεκομμένου μεθ’ ἁλῶν καὶ ξηρῶν ἀρτυμάτων».
Greek Monolingual
-ωνος, και τακών, -ῶνος, Α
είδος λουκάνικου («τακῶνες
τροχίσκοι στέατος κεκομμένου μεθ' ἁλῶν καὶ ξηρῶν ἀρτυμάτων», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει πιθ. σχηματιστεί από το θ. τακ- της συνεσταλμένης βαθμίδας του ρ. τήκω].