ἀσκάλιστος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
m (Text replacement - "[<b class="b3">ᾰ], ον,</b>" to "[ᾰ], ον,") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=askalistos | |Transliteration C=askalistos | ||
|Beta Code=a)ska/listos | |Beta Code=a)ska/listos | ||
|Definition=[ᾰ], ον, <span class="sense" | |Definition=[ᾰ], ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[ἀσκάλευτος]], Sch.<span class="bibl">Theoc.10.14</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀσκάλιστος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει σκαλιστεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν ερευνήθηκε με [[προσοχή]]. | |mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀσκάλιστος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει σκαλιστεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν ερευνήθηκε με [[προσοχή]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:45, 12 December 2020
English (LSJ)
[ᾰ], ον, A = ἀσκάλευτος, Sch.Theoc.10.14.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀσκάλιστος, -ον)
αυτός που δεν έχει σκαλιστεί
νεοελλ.
εκείνος που δεν ερευνήθηκε με προσοχή.