ἔμποδος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=empodos | |Transliteration C=empodos | ||
|Beta Code=e)/mpodos | |Beta Code=e)/mpodos | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[ἐμπόδιος]], dub. in Ascl.<span class="title">Tact.</span>2.1.</span> | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 22:40, 12 December 2020
English (LSJ)
ον, A = ἐμπόδιος, dub. in Ascl.Tact.2.1.
Spanish (DGE)
-ον
que constituye un obstáculo οὐδὲν γὰρ ἔμποδον ἔσται τοῖς ὄπισθεν μαχομένοις Ascl.Tact.2.1.
Greek Monolingual
-ο(ς), -ο(ν) (AM ἔμποδος, -ον, Μ και ἔμποδος, -ο[ς], -ο[ν])
αυτός που εμποδίζει, εμπόδιος
μσν.- νεοελλ.
(και τα τρία γένη ως ουσ.) ο έμποδος, η έμποδο(ς), το έμποδο(ν)
εμπόδιο, δυσκολία, πρόσκομμα, κώλυμα (α. «ἔμποδον μέγαν ηὕρασιν τὰ δάση τῆς Πρινίτσας», Χρον.Mop.
β. «δίχως καμίαν ἔμποδον ἐσέβησαν στὴν πόλιν», Θησ.
γ. «την ύπαρξη σου αρνούνται, για να μη σ' έχουν έμποδο», Βαλαωρ.).