ὀμφαλοτομία: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
(3b)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omfalotomia
|Transliteration C=omfalotomia
|Beta Code=o)mfalotomi/a
|Beta Code=o)mfalotomi/a
|Definition=ὀμφᾰλο-τόμος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[ὀμφαλητ-]].</span>
|Definition=ὀμφᾰλο-τόμος, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[ὀμφαλητ-]].</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 00:10, 13 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμφᾰλοτομία Medium diacritics: ὀμφαλοτομία Low diacritics: ομφαλοτομία Capitals: ΟΜΦΑΛΟΤΟΜΙΑ
Transliteration A: omphalotomía Transliteration B: omphalotomia Transliteration C: omfalotomia Beta Code: o)mfalotomi/a

English (LSJ)

ὀμφᾰλο-τόμος,    A v. ὀμφαλητ-.

German (Pape)

[Seite 343] ἡ, v. l. für ὀμφαλητομία.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμφᾰλοτομία: ὀμφαλοτόμος, ἴδε ὀμφαλητ-.

Greek Monolingual

η (Α ὀμφαλητομία και ὀμφαλοτομία) ομφαλοτόμος
η μετά τον τοκετό αποκοπή του ομφάλιου λώρου
νεοελλ.
ιατρ. η διατομή του ομφαλού λόγω διαπυητικής φλεγμονής τών γύρω από αυτόν κοιλιακών τοιχωμάτων.

Russian (Dvoretsky)

ὀμφᾰλοτομία: ἡ Arst. = ὁμφαλητομία.