ὑφηγητικός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yfigitikos
|Transliteration C=yfigitikos
|Beta Code=u(fhghtiko/s
|Beta Code=u(fhghtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[fitted for guiding]], <b class="b3">οἱ ὑ. διάλογοι</b> Plato's [[expository]] dialogues, opp. <b class="b3">οἱ ζητητικοί</b>, <span class="bibl">D.L.3.49</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Poll.4.42</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[fitted for guiding]], <b class="b3">οἱ ὑ. διάλογοι</b> Plato's [[expository]] dialogues, opp. <b class="b3">οἱ ζητητικοί</b>, <span class="bibl">D.L.3.49</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Poll.4.42</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 09:15, 13 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφηγητικός Medium diacritics: ὑφηγητικός Low diacritics: υφηγητικός Capitals: ΥΦΗΓΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hyphēgētikós Transliteration B: hyphēgētikos Transliteration C: yfigitikos Beta Code: u(fhghtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A fitted for guiding, οἱ ὑ. διάλογοι Plato's expository dialogues, opp. οἱ ζητητικοί, D.L.3.49. Adv. -κῶς Poll.4.42.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφηγητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς ἀφήγησιν, οἱ ὑφ. διάλογοι, οἱ ἐξηγητικοὶ ἢ διδακτικοὶ τοῦ Πλάτωνος διάλογοι κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ζητητικούς, Διογ. Λ. 3. 49. ― Ἐπίρρ. ὑφηγητικῶς, ἐξηγητικῶς, Πολυδ. Δ΄, 42.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑφηγητικός, -ή, -όν, ΝΑ ὑφηγητής
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υφηγητή ή στην υφηγεσία
αρχ.
1. ο κατάλληλος να καθοδηγεί, να κατευθύνει
2. φρ. «οἱ ὑφηγητικοι διάλογοι»
(ενν. του Πλάτωνος) οι ερμηνευτικοί, εξηγητικοί διάλογοι, σε αντιδιαστολή προς τους ζητητικούς (Διογ. Λαέρ.).
επίρρ...
ὑφηγητικῶς Α
με εξηγητικό τρόπο.

Russian (Dvoretsky)

ὑφηγητικός: наставительный (διάλογοι Diog. L.).