ὑφηγητής

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφηγητής Medium diacritics: ὑφηγητής Low diacritics: υφηγητής Capitals: ΥΦΗΓΗΤΗΣ
Transliteration A: hyphēgētḗs Transliteration B: hyphēgētēs Transliteration C: yfigitis Beta Code: u(fhghth/s

English (LSJ)

ὑφηγητοῦ, ὁ,
A guide, leader, ὑφηγητοῦ δίχα S.OC502; ὧν ὑφηγητῶν under whose guidance, Id.OT966; ὡς ὑφηγητοῦ τινος (sc. ὄντος) as if led by some (invisible) guide, ib.1260.
2 teacher, master, Plu.Dem.5, Ph.1.36, al.

French (Bailly abrégé)

ὑφηγητοῦ (ὁ) :
1 guide, conducteur;
2 maître, précepteur.
Étymologie: ὑφηγέομαι.

German (Pape)

ὁ, Wegweiser, Soph. O.R. 1260, O.C. 503; Anleiter, Ratgeber, O.R. 966; auch Plut. Dem. 5.

Russian (Dvoretsky)

ὑφηγητής: ὑφηγητοῦ ὁ предводитель, руководитель, вождь: ὡς ὑφηγητοῦ τινος Soph. словно ведомый какой-то силой; ἐχρήσατο Ἰσαίῳ πρὸς τὸν λόγον ὑφηγητῇ Plut. (Демосфен) учился красноречию у Исея.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφηγητής: ὑφηγητοῦ, ὁ, ὁ ἡγούμενος τῆς ὁδοῦ, ὁδηγός, ὑφηγητοῦ δίχα Σοφ. Ο. Κ. 502· ὧν ὑφηγητῶν, ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν τῶν ὁποίων, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 966· ὡς ὑφηγητοῦ τινος (ἐξυπακ. ὄντος), ὥσπερ ὁδηγούμενος ὑπό τινος (ἀοράτου) ὁδηγοῦ, αὐτόθι 1260. 2) διδάσκαλος, Πλουτ. Δημοσθ. 5.

Greek Monolingual

ο / ὑφηγητής, ΝΑ, θηλ. υφηγήτρια Ν ὑφηγοῦμαι
νεοελλ.
(παλαιότερα)
1. μέλος του διδακτικού προσωπικού πανεπιστημίων ή ισότιμων ανώτατων σχολών που δίδασκε υπό την επίβλεψη του τακτικού καθηγητή της έδρας·2. μέλος του διδακτικού προσωπικού ξένων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με το παραπάνω λειτούργημα
αρχ.
1. αυτός που προπορεύεται και δείχνει τον δρόμο, οδηγός
2. αυτός που καθοδηγεί, συμβουλεύει
3. διδάσκαλος.

Greek Monotonic

ὑφηγητής: ὑφηγητοῦ, ὁ (ὑφηγέομαι),
1. αυτός που ηγείται, είναι επικεφαλής στον δρόμο, οδηγός, ηγέτης, αρχηγός, σε Σοφ.· ὡς ὑφηγητοῦ τινος (ενν. ὄντος), σαν να καθοδηγούνταν από κάποιον (αόρατο) οδηγό, στον ίδ.
2. διδάσκαλος, καθηγητής, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ὑφηγητής, ὑφηγητοῦ, ὁ, ὑφηγέομαι
1. one who leads the way, a guide, leader, Soph.; ὡς ὑφηγητοῦ τινος (sc. ὄντοσ) as if led by some (invisible) guide, Soph.
2. a teacher, master, Plut.