ὤβεον: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oveon
|Transliteration C=oveon
|Beta Code=w)/beon
|Beta Code=w)/beon
|Definition=τό, (i. e. [[ὤϝεον]]) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[egg]], and ὠβεοκόπτης, ου, ὁ, [[egg-breaker]], name of a species of snake, Hsch.</span>
|Definition=τό, (i. e. [[ὤϝεον]]) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[egg]], and ὠβεοκόπτης, ου, ὁ, [[egg-breaker]], name of a species of snake, Hsch.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὤβεον''': -ου, τό, (ὅ ἐστι ὤϝεον) ᾠόν, καὶ ὠβεοκόπτης, ὁ, ὁ θραύων, συντρίβων ᾠά, [[ὄνομα]] εἴδους τινὸς ὄφεως παρ’ Ἡσυχ., «[[ὅπερ]] ὁ Κόβητος μετέβαλεν εἰς ὠβεοκάπτας, τουτέστιν: ὤβεα ([[ἤτοι]] ᾠά) κάπτοντας» Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.
|lstext='''ὤβεον''': -ου, τό, (ὅ ἐστι ὤϝεον) ᾠόν, καὶ ὠβεοκόπτης, ὁ, ὁ θραύων, συντρίβων ᾠά, [[ὄνομα]] εἴδους τινὸς ὄφεως παρ’ Ἡσυχ., «[[ὅπερ]] ὁ Κόβητος μετέβαλεν εἰς ὠβεοκάπτας, τουτέστιν: ὤβεα ([[ἤτοι]] ᾠά) κάπτοντας» Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.
}}
}}

Revision as of 09:30, 13 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὤβεον Medium diacritics: ὤβεον Low diacritics: ώβεον Capitals: ΩΒΕΟΝ
Transliteration A: ṓbeon Transliteration B: ōbeon Transliteration C: oveon Beta Code: w)/beon

English (LSJ)

τό, (i. e. ὤϝεον)    A egg, and ὠβεοκόπτης, ου, ὁ, egg-breaker, name of a species of snake, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ὤβεον: -ου, τό, (ὅ ἐστι ὤϝεον) ᾠόν, καὶ ὠβεοκόπτης, ὁ, ὁ θραύων, συντρίβων ᾠά, ὄνομα εἴδους τινὸς ὄφεως παρ’ Ἡσυχ., «ὅπερ ὁ Κόβητος μετέβαλεν εἰς ὠβεοκάπτας, τουτέστιν: ὤβεα (ἤτοι ᾠά) κάπτοντας» Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.