Ιταλιώτης: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Ἰταλιώτης]], ὁ (Α)<br />[[Έλληνας]] [[κάτοικος]] της Ιταλίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Ἰταλία]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιώτης</i> (πρβλ. <i>Αιγυπτ</i>-<i>ιώτης</i>, <i>Σιχελ</i>-<i>ιώτης</i>)].
|mltxt=[[Ἰταλιώτης]], ὁ (Α)<br />[[Έλληνας]] [[κάτοικος]] της Ιταλίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Ἰταλία]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιώτης</i> (πρβλ. <i>Αιγυπτ</i>-<i>ιώτης</i>, <i>Σιχελ</i>-<i>ιώτης</i>)].
}}
}}

Revision as of 21:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

Ἰταλιώτης, ὁ (Α)
Έλληνας κάτοικος της Ιταλίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Ἰταλία + κατάλ. -ιώτης (πρβλ. Αιγυπτ-ιώτης, Σιχελ-ιώτης)].