Προκρούστης: Difference between revisions
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
(4) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>μυθ.</b> [[παρωνύμιο]] ληστή του οποίου το πραγματικό όνομα ήταν Δαμαστής ή Πολυπήμων και ο [[οποίος]], εγκατεστημένος στην οδό που ένωνε τα [[Μέγαρα]] με την Αθήνα, ξάπλωνε τους οδοιπόρους σε ένα [[κρεβάτι]], με την [[πρόφαση]] ότι ήθελε να τους φιλοξενήσει και, αν ήταν κοντύτεροι από το [[μήκος]] του κρεβατιού, τους τέντωνε [[έτσι]] ώστε να το καλύψουν, ενώ αν ήταν ψηλότεροι τους έκοβε τα πόδια ώς [[εκεί]] που περίσσευαν<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>ως προσηγ. όν.</b>) <i>προκρούστης</i><br />[[είδος]] κολεόπτερου εντόμου.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>μυθ.</b> [[παρωνύμιο]] ληστή του οποίου το πραγματικό όνομα ήταν Δαμαστής ή Πολυπήμων και ο [[οποίος]], εγκατεστημένος στην οδό που ένωνε τα [[Μέγαρα]] με την Αθήνα, ξάπλωνε τους οδοιπόρους σε ένα [[κρεβάτι]], με την [[πρόφαση]] ότι ήθελε να τους φιλοξενήσει και, αν ήταν κοντύτεροι από το [[μήκος]] του κρεβατιού, τους τέντωνε [[έτσι]] ώστε να το καλύψουν, ενώ αν ήταν ψηλότεροι τους έκοβε τα πόδια ώς [[εκεί]] που περίσσευαν<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>ως προσηγ. όν.</b>) <i>προκρούστης</i><br />[[είδος]] κολεόπτερου εντόμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κρούστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[κρούω]])]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Προκρούστης:''' ου ὁ Прокруст, «Растягивающий» (прозвище разбойника Полипемона) Xen., Arph. | |elrutext='''Προκρούστης:''' ου ὁ Прокруст, «Растягивающий» (прозвище разбойника Полипемона) Xen., Arph. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 29 December 2020
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
μυθ. παρωνύμιο ληστή του οποίου το πραγματικό όνομα ήταν Δαμαστής ή Πολυπήμων και ο οποίος, εγκατεστημένος στην οδό που ένωνε τα Μέγαρα με την Αθήνα, ξάπλωνε τους οδοιπόρους σε ένα κρεβάτι, με την πρόφαση ότι ήθελε να τους φιλοξενήσει και, αν ήταν κοντύτεροι από το μήκος του κρεβατιού, τους τέντωνε έτσι ώστε να το καλύψουν, ενώ αν ήταν ψηλότεροι τους έκοβε τα πόδια ώς εκεί που περίσσευαν
νεοελλ.
(ως προσηγ. όν.) προκρούστης
είδος κολεόπτερου εντόμου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < προ- + κρούστης (< κρούω)].
Russian (Dvoretsky)
Προκρούστης: ου ὁ Прокруст, «Растягивающий» (прозвище разбойника Полипемона) Xen., Arph.