Πρυμνεύς: Difference between revisions
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
(1b) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />(στην Οδ.) όνομα ενός Φαίακος.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=ὁ, Α<br />(στην Οδ.) όνομα ενός Φαίακος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρύμνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 21:40, 29 December 2020
Greek (Liddell-Scott)
Πρυμνεύς: ὁ, ὁ πηδαλιοῦχος, ὄνομα Φαίακός τινος ἐν Ὀδυσσείας Θ. 112· ἐκ τοῦ πρύμνα, ὡς ἅπαντα σχεδὸν τὰ ὀνόματα αὐτῶν ἔχουσι σχέσιν πρὸς τὰ πλοῖα, πρβλ. Πρῳρεύς.
English (Autenrieth)
a Phaeacian, Od. 8.112†.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(στην Οδ.) όνομα ενός Φαίακος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < πρύμνη + κατάλ. -εύς].
Greek Monotonic
Πρυμνεύς: ὁ, πηδαλιούχος, όνομα ενός Φαίακα, σε Ομήρ. Οδ.