Πρυμνεύς: Difference between revisions
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
(6_15) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Πρυμνεύς''': ὁ, ὁ [[πηδαλιοῦχος]], [[ὄνομα]] Φαίακός τινος ἐν Ὀδυσσείας Θ. 112· ἐκ τοῦ [[πρύμνα]], ὡς ἅπαντα σχεδὸν τὰ ὀνόματα αὐτῶν ἔχουσι σχέσιν πρὸς τὰ πλοῖα, πρβλ. Πρῳρεύς. | |lstext='''Πρυμνεύς''': ὁ, ὁ [[πηδαλιοῦχος]], [[ὄνομα]] Φαίακός τινος ἐν Ὀδυσσείας Θ. 112· ἐκ τοῦ [[πρύμνα]], ὡς ἅπαντα σχεδὸν τὰ ὀνόματα αὐτῶν ἔχουσι σχέσιν πρὸς τὰ πλοῖα, πρβλ. Πρῳρεύς. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=a Phaeacian, Od. 8.112†. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />(στην Οδ.) όνομα ενός Φαίακος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρύμνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i>]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Πρυμνεύς:''' ὁ, [[πηδαλιούχος]], όνομα ενός Φαίακα, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[Πρυμνεύς]], έως, ὁ,<br />[[steersman]], [[name]] of a Phaeacian, Od. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 21:40, 29 December 2020
Greek (Liddell-Scott)
Πρυμνεύς: ὁ, ὁ πηδαλιοῦχος, ὄνομα Φαίακός τινος ἐν Ὀδυσσείας Θ. 112· ἐκ τοῦ πρύμνα, ὡς ἅπαντα σχεδὸν τὰ ὀνόματα αὐτῶν ἔχουσι σχέσιν πρὸς τὰ πλοῖα, πρβλ. Πρῳρεύς.
English (Autenrieth)
a Phaeacian, Od. 8.112†.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(στην Οδ.) όνομα ενός Φαίακος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < πρύμνη + κατάλ. -εύς].
Greek Monotonic
Πρυμνεύς: ὁ, πηδαλιούχος, όνομα ενός Φαίακα, σε Ομήρ. Οδ.