Παν: Difference between revisions
Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag
(30) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α Πάν, -νός)<br /><b>1.</b> [[θεός]] του ελληνικού πανθέου, ο [[οποίος]] είχε ανθρώπινο [[σώμα]] ώς τη [[μέση]] και πόδια, αφτιά και κέρατα τράγου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[αυλός]] του Πανός» — η πολύαυλη [[σύριγγα]], που σε ορισμένες χώρες ονομάζεται [[σήμερα]] νάι.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=ο (Α Πάν, -νός)<br /><b>1.</b> [[θεός]] του ελληνικού πανθέου, ο [[οποίος]] είχε ανθρώπινο [[σώμα]] ώς τη [[μέση]] και πόδια, αφτιά και κέρατα τράγου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[αυλός]] του Πανός» — η πολύαυλη [[σύριγγα]], που σε ορισμένες χώρες ονομάζεται [[σήμερα]] νάι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Όνομα αρχαίας θεότητας, άγνωστης ετυμολ., πιθ. αρκαδικής προέλευσης, του οποίου το μακρό -<i>α</i>- [[είναι]] [[μάλλον]] [[προϊόν]] συναιρέσεως, όπως υποδεικνύει η δοτ. του ονόματος <i>Πάονι</i>. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. ανάγεται σε αμάρτυρο <i>Παύσων</i> και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>P</i><i>ū</i><i>san</i>, όνομα θεότητας, προστάτιδας τών ποιμνίων. Κατ' άλλους, πρόκειται για [[θεωνύμιο]] του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος, που συνδέεται πιθ. με το όνομα <i>Παιάων</i> / [[Παιήων]] (<b>βλ. λ.</b> [[παιάνας]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:42, 29 December 2020
Greek Monolingual
ο (Α Πάν, -νός)
1. θεός του ελληνικού πανθέου, ο οποίος είχε ανθρώπινο σώμα ώς τη μέση και πόδια, αφτιά και κέρατα τράγου
2. φρ. «αυλός του Πανός» — η πολύαυλη σύριγγα, που σε ορισμένες χώρες ονομάζεται σήμερα νάι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Όνομα αρχαίας θεότητας, άγνωστης ετυμολ., πιθ. αρκαδικής προέλευσης, του οποίου το μακρό -α- είναι μάλλον προϊόν συναιρέσεως, όπως υποδεικνύει η δοτ. του ονόματος Πάονι. Κατά μία άποψη, ο τ. ανάγεται σε αμάρτυρο Παύσων και συνδέεται με αρχ. ινδ. Pūsan, όνομα θεότητας, προστάτιδας τών ποιμνίων. Κατ' άλλους, πρόκειται για θεωνύμιο του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος, που συνδέεται πιθ. με το όνομα Παιάων / Παιήων (βλ. λ. παιάνας)].