άλυσος: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η και ο και άλυσο, η<br />η [[αλυσίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεγεθ. της λ. [[άλυση]], <b>[[πρβλ]].</b> [[κεφαλή]]-[[κέφαλος]], [[περιστέρι]]-[[περίστερος]]].
|mltxt=η και ο και άλυσο, η<br />η [[αλυσίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Μεγεθ. της λ. [[άλυση]], <b>πρβλ.</b> [[κεφαλή]]-[[κέφαλος]], [[περιστέρι]]-[[περίστερος]]].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

η και ο και άλυσο, η
η αλυσίδα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεγεθ. της λ. άλυση, πρβλ. κεφαλή-κέφαλος, περιστέρι-περίστερος].