άσχολος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source
(6)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄσχολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> απασχολημένος, αυτός που δεν ευκαιρεί, που δεν έχει καιρό<br /><b>2.</b> (για πράξεις <b>κ.λπ.</b>) [[συνεχής]], [[αδιάκοπος]], [[αδιάλειπτος]]<br /><b>3.</b> ο μη καταγινόμενος με [[κάτι]]<br /><b>4.</b> «[[ἄσχολος]] [[χρόνος]]» — ο [[χρόνος]] [[κατά]] τον οποίο δουλεύει [[κανείς]] [[συνέχεια]], ο [[γεμάτος]] [[χρόνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>σχολος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σχολή]] «[[αργία]], [[απραξία]]»].
|mltxt=[[ἄσχολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> απασχολημένος, αυτός που δεν ευκαιρεί, που δεν έχει καιρό<br /><b>2.</b> (για πράξεις <b>κ.λπ.</b>) [[συνεχής]], [[αδιάκοπος]], [[αδιάλειπτος]]<br /><b>3.</b> ο μη καταγινόμενος με [[κάτι]]<br /><b>4.</b> «[[ἄσχολος]] [[χρόνος]]» — ο [[χρόνος]] [[κατά]] τον οποίο δουλεύει [[κανείς]] [[συνέχεια]], ο [[γεμάτος]] [[χρόνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>σχολος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σχολή]] «[[αργία]], [[απραξία]]»].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄσχολος, -ον (Α)
1. απασχολημένος, αυτός που δεν ευκαιρεί, που δεν έχει καιρό
2. (για πράξεις κ.λπ.) συνεχής, αδιάκοπος, αδιάλειπτος
3. ο μη καταγινόμενος με κάτι
4. «ἄσχολος χρόνος» — ο χρόνος κατά τον οποίο δουλεύει κανείς συνέχεια, ο γεμάτος χρόνος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + -σχολος < σχολή «αργία, απραξία»].